φλεγμαίνοντες

φλεγμαίνοντες
φλεγμαίνω
causeto swell up
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λευκοταξίνη — η ιατρ. περιληπτική ονομασία ουσιών που εμφανίζονται σε φλεγμαίνοντες ιστούς και ασκούν θετική χημειοταξία στα λευκά αιμοσφαίρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucotaxine < leuc(o) (πρβλ. λευκ[ο] ) + tax (< τάξις) + κατάλ. ine] …   Dictionary of Greek

  • οστεοαρθρικό σύστημα — Σύστημα που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα οστά και από συζευκτικά μέσα, τα οποία επιτρέπουν διάφορου βαθμού κινητικότητα στα οστά τα οποία συνδέουν. Οι αρθρώσεις διακρίνονται, με ανατομικά και λειτουργικά κριτήρια, σε δύο μεγάλες ομάδες: την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”